- παλικαράς
- ο, θηλ. παλικαρούβλ. παλληκαράς.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παλικαράς — ο 1. άνθρωπος τολμηρός, γενναίος. 2. αυτός που κάνει το γενναίο, αλλ. μπράβος, τραμπούκος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Dimitris Nikolaidis — For other uses, see Nikolaidis. Dimitris Nikolaidis Born 1922 Asia Minor (now Turkey) Died January 1993 Athens, Greece … Wikipedia
Nikos Stavridis — Νίκος Σταυρίδης Born 1910 Samos, Principality of Samos (now Greece) Died December 4, 1987 … Wikipedia
καραγκιόζης — Ελληνική παραλλαγή του θεάτρου σκιών, μιας τέχνης που είναι διαδεδομένη σε ολόκληρη την Ανατολή, με κεντρικό ήρωα την ομώνυμη φιγούρα. Η καταγωγή του Κ. παραμένει αδιευκρίνιστη. Έρευνες που έχουν διεξαχθεί κατά καιρούς έχουν επιχειρήσει να… … Dictionary of Greek
μπεχλιβάνης — και μπιχλιβάνης και πεχλιβάνης, ο, θηλ. ισσα 1. παλαιστής και ιδίως αυτός που εκτελεί αθλητικές επιδείξεις στην ύπαιθρο με σκοπό να κερδίσει χρήματα 2. αυτός που κάνει το παλικάρι, παλικαράς 3. απατεώνας, κατεργάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ.… … Dictionary of Greek
νταής — ο 1. άνθρωπος γενναίος και ικανός για θαρραλέες πράξεις, παλικαράς 2. (συν. με ειρωνική σημ.) άτομο που παριστάνει τον γενναίο, ψευτοπαλικαράς. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. dayi] … Dictionary of Greek
παλληκαράς — και παληκαράς και παλικαράς, ο, θηλ. παλ(λ)ηκαρού και παλικαρού 1. άνδρας τολμηρός, γενναίος 2. (ειρωνικά) άνθρωπος που παριστάνει τον γενναίο 3. το θηλ. παλ(λ)ηκαρού και παλικαρού γενναία γυναίκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παλληκάρι* + κατάλ. άς (πρβλ.… … Dictionary of Greek
Κομέντια ντελ’ άρτε — (Commedia dell’ arte). Πολυσύνθετο θεατρικό φαινόμενο ιταλικής προέλευσης, του οποίου η γέννηση χρονολογείται περίπου στα μέσα του 16ου αι. Χαρακτηρίζεται από την έλλειψη καθαυτό θεατρικού κειμένου, το οποίο αντικαθίσταται από μια υπόθεση με πολύ … Dictionary of Greek
βλάμης — ο (λ. αλβαν.), θηλ. βλάμισσα 1. αδελφοποιτός, φίλος, σύντροφος. 2. ο φίλος του γαμπρού. 3. ο παλικαράς, ο κουτσαβάκης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νταής — ο (λ. τουρκ.), παλικαράς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)